- ἀμπελόδεσμος
- ἀμπελό-δεσμος, ὁ, Sicilian plant usedA for tying up vines, esparto, Lygeum Spartum, Plin.HN17.209.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμπελόδεσμος — (ampelodesmos).Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο α. ο ισχυρός.Το φυτό αυτό μοιάζει με τα γνωστά μας καλάμια, φτάνει σε ύψος τα 3 μ. και έχει φύλλα τραχιά … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek